ἄρακα

ἄρακα
ἄραξ
masc acc sg
ἄ̱ρακα , ἀράζω
snarl
perf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χορτάρακος — ἡ, Α 1. μίγμα από αρακά και χόρτα, το οποίο χρησίμευε ως ζωοτροφή 2. (ενν. γῆ) καλλιεργημένη γη που παράγει χόρτα και αρακά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + ἄρακος «είδος οσπρίου, αρακάς»] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Βυζαντινό Λευκωσίας (Κύπρου) — Το μουσείο στεγάζεται στο Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο (πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού). Η ιδέα του Πνευματικού Κέντρου ανήκει στον αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Άρχισε να χτίζεται, υπό την επίβλεψή του, το 1972, και έπειτα από πολλές καθυστερήσεις, λόγω… …   Dictionary of Greek

  • Троодос — Горы Троодос …   Википедия

  • γαρνίρω — και γαρνιρίζω στολίζω, ποικίλλω κάτι με πρόσθετα στοιχεία («γαρνίρω φόρεμα με δαντέλες ή το ψητό με αρακά και καρότα ή τη συζήτηση με αστεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. λ., ρομανικής προέλευσης (πρβλ. γαλλ. garnir, βενετ. guαrnir, ιταλ. guarnire)] …   Dictionary of Greek

  • ενδοκάρπιο — Το εσωτερικό μέρος του περικάρπιου των καρπών, που αποτελεί τον πυρήνα (κουκούτσι). Μπορεί να είναι λεπτό και υμενώδες (όπως στον αρακά και στο φασόλι), ή παχύ και ξυλώδες (όπως το κουκούτσι του κερασιού, του δαμάσκηνου κ.ά.). * * * το το… …   Dictionary of Greek

  • Σλοβακία — Η Σλοβακία βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, στα ανατολικά της Τσεχίας. Συνορεύει με την Πολωνία στα Β, με την Ουκρανία στα Α, με την Ουγγαρία στα Ν και με την Αυστρία στα Δ.Μέχρι το 1993 η Σλοβακία αποτελούσε με την Τσεχία το ενιαίο κράτος της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”